- άεδνος
- (I)ἄεδνος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει προίκα, άπροικος, απροίκιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἕδνα (= προίκα)].————————(II)ἄεδνος, -ον (Α)αυτός που έχει μεγάλη προίκα, πολύφερνος, πολύπροικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- επιτ. + ἕδνα (= προίκα)].
Dictionary of Greek. 2013.